-
1 προστάτης
προ-στάτης, ὁ, der Vorstand, Vorsteher, Vorgesetzte, Anführer; bes. der an der Spitze der Partei steht, Parteihaupt; die Hegemonie haben; der Vorstand, Beistand, Beschützer; ἧς ( νόσου) σε προστάτην σωτῆρά τε μοῦνον ἐξευρίσκομεν, Beschützer gegen die Krankheit; übh. der für etwas sorgt. Bes. in Athen der Bürger, der als Patron eines Nichtbürgers oder μέτοικος dessen Rechtshändel vor Gericht führte u. ihn in allen bürgerlichen Angelegenheiten vertrat; ὥςτ' οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι, ich werde mich nicht als Schützling des Kreon od. ihn als meinen Schutzherrn einschreiben lassen; ἐπὶ προστάτου οἰκεῖν, von dem Metöken, der in Athen nicht anders sich aufhalten darf, als wenn er einen προστάτης hat; dem röm. patronus entsprechend. Aber: προστάτης ϑεοῠ, der vor einen Gott tritt, um ihn anzuflehen; οἱ προστάται = οἱ ἔμπροσϑεν, die im Vordertreffen -
2 προστατης
1) передовой боец, застрельщик Xen.2) руководитель, глава, вождь(τοῦ δήμου Thuc.)
ὅ π. τοῦ πολέμου Xen. — главнокомандующий;π. τῆς εἰρήνης Xen. — руководитель мирных переговоров3) правитель, властитель(χώρας Eur.; τῆς Ἑλλάδος Xen.)
4) защитник, хранитель, предстатель(πυλωμάτων Aesch.; πόλεως Soph.; τῆς ἐλευθερίας Dem.)
5) ( в Афинах - по отношению к метэку) простат, патрон, покровительγράφεσθαι προστάτου τινός Soph. и προστάτην γράφειν τινά Luc. — взять кого-л. в покровители
6) (лат. patronus) патрон Plut.7) культ. проситель, молящийся(θεοῦ Soph.)
-
3 προστάτης
A one who stands before, front-rank man, f.l. for πρωτοστάτης in X.Cyr. 3.3.41, Eq.Mag.2.2,6:—but elsewh.,II leader, chief, esp. of a democracy,προστάτεω ἐπιλαβέσθαι Hdt.1.127
, 5.23;οἱ π. τοῦ δήμου Th.3.75
, 4.46,66; οἱ τῶν δήμων π. Id.3.82;ὁ π. Κλέων Ar.Ra. 569
, cf. Eq. 1128 (lyr.); ; [Σόλων] πρῶτος τοῦ δήμου π. Arist.Ath.2.2,al.2 generally, ruler, opp. ἀστοί, A.Supp. 963; ;Κνωσίων Arr.Epict.3.9.3
; (Epirus, iii B.C.); χώρας, χθονός, E.Heracl. 964, IA 373 (troch.); τῆς Ἑλλάδος προστάται, of the Spartans, X.HG 3.1.3, cf. Isoc.4.103, D.9.23; π. τοῦ ἐμπορίου, of Greeks in Egypt, Hdt. 2.178;τοῦ πολέμου X.Cyr.7.2.23
; προστάται τῆς εἰρήνης its chief authors, Id.HG5.1.36; τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἐπιμελείας π. D.22.78; administrator,τῆς κεχωρισμένης προσόδου PTeb.81.19
(ii B.C.); [ τοῦ ἱεροῦ] OGI531.3 (Bithynia, iii A.D.); θεᾶς ib.209.4 (Philae, iii A.D.), cf. Ostr. 412, al. (i A.D.): metaph.,ἔρως π. τῶν ἀργῶν ἐπιθυμιῶν Pl.R. 572e
.3 president or presiding officer,π. τοῦ γυμνασίου CIG2881.16
([place name] Branchidae), cf. OGI130.16 (Egypt, ii B.C.), Supp.Epigr.4.598.37 (Teos, i B.C.), IG22.1368.13; π. συνεδρίου ib.9(2).205.33 (Aetolian League); προβούλων ib.9(1).694.116 (Corc.); [ γερουσίας] ib.7.2808 (Hyettus, iii B.C.); δαμιοργῶν ib.5(1).1425.16 ([place name] Messene); [ βουλᾶς] ib.14.256.5 ([place name] Phintias);τῆς μέσης Ἀκαδημίας S.E.P.1.232
: freq. in pl., = πρυτάνεις, SIG194.15 (Amphipolis, iv B.C.), etc.; γνώμα προστατᾶν ib.187.1 (Cnidus, iv B.C.), cf. IG12(8).264.13 (Thasos, iv B.C.).III one who stands before and protects, guardian, champion, , cf. 798; ; [ τῆς ποιητικῆς] Id.R. 607d;τῆς πάντων ἐλευθερίας D.15.30
, etc.; epith. of gods, as Apollo, S.Tr. 209 (lyr.), IPE12.89 (ii A.D.).2 at Athens, etc., patron who took charge of the interests of μέτοικοι, etc.: hence ἐπὶ προστάτου οἰκεῖν live under protection of a patron, Lys.31.9, 14, Lycurg.145; προστάτην ἐπιγράφειν τινά choose as one's patron, Luc. Peregr.11; ; , cf. S.OT 882 (lyr.); νέμειν π. Arist.Pol. 1275a13; also γράφεσθαι προστάτου to be entered by one's patron's name, be attached to a patron, .3 = Lat. patronus, Plu.Rom.13, Mar.5, IG3.687, 14.1078 (Rome, iii A.D.), OGI549.6 (Ancyra, iii A.D.), etc.IV θεοῦ π. one who stands before a god to entreat him, suppliant, S.OC 1278, cf. 1171.V Medic., prostate gland, Herophil. ap. Gal.UP14.11 (v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστάτης
-
4 προ-στάτης
προ-στάτης, ὁ, der Vorstand, Vorsteher, Vorgesetzte, Anführer, Aesch. Spt. 1017; im Ggstz der ἀστοί, Suppl. 941; χϑονός, Eur. I. A. 373 Heracl. 964; Her. 1, 127. 2, 179 u. sonst; bes. der an der Spitze der Partei steht, Parteihaupt, πόλεως, Plat. Gorg. 519 b; καὶ ἄρχων, Phaedr. 241 a; καὶ ἐπιμελητής, Legg. VI, 766 b; oft bei Thuc.; Xen. τοῠ πολέμου, Cyr. 7, 2, 23; Folgde; τῆς προαιρέσεως, Pol. 2, 39, 12 u. oft; Dem. 9, 23, die Hegemonie haben; vgl. Xen. Hell. 3, 1, 2; – der Vorstand, Beistand, Beschützer, τόνδ' ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτων, Aesch. Spt. 380. 780; Ἀπόλλων, wie προστατήριος, Soph. Tr. 208; ἧς (νόσου) σε προστάτην σωτῆρά τε μοῦνον ἐξευρίσκομεν, Beschützer gegen die Krankheit, O. R. 303; übh. der für Etwas sorgt, mit folgdm ὅπως, Xen. Mem. 2, 7, 9, wo die Lesart schwankt, – Bes. in Athen der Bürger, der als Patron eines Nichtbürgers oder μέτοικος (οἱ τῶν μετοίκων Ἀϑήνῃσι προεστηκότες προστάται ἐκαλοῠντο, Harpocr., der als den eigentlichen Ausdruck von Seiten der Metöken προστάτην νέμειν anführt) dessen Rechtshändel vor Gericht führte u. ihn in allen bürgerlichen Angelegenheiten vertrat, wonach Soph. sagt ὥςτ' οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι, O. R. 411, ich werde mich nicht als Schützling des Kreon od. ihn als meinen Schutzherrn einschreiben lassen; ϑεὸν οὐ λήξω ποτὲ προστάταν ἴσχων, 882; Ar. Pax 667 Plut. 920 u. öfter; so bes. bet den attischen Rednern, ἐπὶ προστάτου οἰκεῖν, Lys. 31, 9, von dem Metöken, der in Athen nicht anders sich aufhalten darf, als wenn er einen προστάτης hat; vgl. Dem. 25, 58; Arist. u. Folgde; προστάτην ἐπέγραφον, Luc. Peregr. 11; dem röm. patronus entsprechend, Plut. Rom. 13 Mar. 5. – Aber προστάτης ϑεοῠ ist der vor einen Gott tritt, um ihn anzuflehen, Soph. O. C. 1173. 1280. – Bei Xen. Cyr. 3, 3, 41 sind οἱ προστάται = οἱ ἔμπροσϑεν, die im Vordertreffen, den οὐραγοί entgeggstzt.
См. также в других словарях:
προστάτης — Αδενομυϊκό όργανο που ανήκει στο γεννητικό σύστημα του άνδρα· έχει σχήμα και διαστάσεις κάστανου, βρίσκετα κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι αδένες του π. εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό, που έχει την… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ερμής — I Ένας από τους θεούς του ελληνικού Δωδεκάθεου. Σχετίζεται με την ιδιαίτερη σφαίρα του χαώδους, του πρώτου δηλαδή στοιχείου της κοσμογονίας, με την έννοια ότι ήταν έξω από τον νόμο (προστάτευε τους κλέφτες και ήταν και ο ίδιος κλέφτης), έξω από… … Dictionary of Greek
Φθα — Αιγύπτιος θεός, που τον τιμούσαν στη Μέμφιδα, όπου ταυτιζόταν με τον ντόπιο θεό της γης Τα Τένεν, τον Σόκαρι και τον Όσιρι. Μετά το Νέο Βασίλειο αποτελούσε μέλος μιας τριάδας, ως σύζυγος της θεάς Σεχμέτ και πατέρας του μικρού θεού Νεφερτούμ·… … Dictionary of Greek
Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… … Dictionary of Greek
ГЕОРГИЙ — [греч. Γεώργιος] († 303), вмч. (пам. 23 апр., 3 нояб., пам. рус. 26 нояб., пам. груз. 10 нояб.). Один из наиболее известных святых в христ. мире, а в нек рых странах (напр., в Грузии и Англии) самый почитаемый. Претерпевший особо тяжелые… … Православная энциклопедия
Δολιχηνός Ζευς — Όνομα με το οποίο λατρεύτηκε από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους μια νέα μορφή θεότητας, κατά μίμηση του φοινικικού θεού Βάαλ. Ο Δ.Ζ. λατρευόταν στη Δολίχη της Κομμαγηνής και μεταφέρθηκε στους Ρωμαίους από τα συριακά στρατεύματα. Όταν το βασίλειο… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Σίβα — I Ινδική θεότητα, που προέρχεται από τη βεδική θεότητα των ανέμων Ρούντρα, που λέγεται και Γκιρίσα («Κύριος του Βουνού»), Πασουπάτι, Ούγκρα, Μαχαντέβα («Μέγας θεός») Προστάτης των γιόγκι (γιόγκα), είναι θεότητα τρομακτικού γενικά χαρακτήρα που… … Dictionary of Greek